- πολυκόμματος
- η , ο состоящий из многих частей, сложный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυκόμματος — η, ο, Ν αυτός που αποτελείται από πολλά κομμάτια («άρμπουρο πολυκόμματο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κομμάτι (πρβλ. μονο κόμματος). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek